- πνευμονοειδή
- τα, Ντα πνευμονικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνευμονικά — τα, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία τάξης γαστερόποδων μαλακίων, αντίστοιχη με τη σημερινή υφομοταξία τών πνευμονοφόρων, αλλ. πνευμονοειδή … Dictionary of Greek
πνευμονώδη — τα, Ν ζωολ. τα πνευμονοειδή … Dictionary of Greek